- νεφώδης
- -ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) [νέφος]1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)νεοελλ.καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένοςαρχ.(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.